Συχνές Ερωτήσεις
Γιατί ο νέος νόμος δεν προβλέπει την κύρωση των συμβάσεων σύμπραξης από τη Βουλή;
Η πρακτική της κύρωσης των συμβάσεων παραχώρησης με νόμο, αν και στο παρελθόν αποδείχθηκε χρήσιμη ως προς την επίλυση ορισμένων νομικών προβλημάτων, δεν αποτελεί πανάκεια ούτε και είναι πλέον απολύτως απαραίτητη.
Πράγματι, μέχρι την ψήφιση του Ν. 3389/2005, η κύρωση από τη Βουλή είχε σκοπό να επικυρώσει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του αναδόχου παραχώρησης και, συχνά, να εισάγει παρεκκλίσεις από ειδικά νομοθετήματα, ώστε να διευκολύνεται και να επισπεύδεται η υλοποίηση των έργων (π.χ. επίσπευση χορηγήσεως αδειών, ειδικό φορολογικό καθεστώς κλπ.). Βεβαίως, η νομοθετική κύρωση είχε και τις αρνητικές πλευρές της, αφού προκαλούσε προβλήματα νομικής φύσης (π.χ. διττός νομικός χαρακτήρας σύμβασης παραχώρησης: είναι σύμβαση ή νόμος; Πώς τροποποιείται;) αλλά και πρακτικής (π.χ. σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαδικασιών ανάθεσης)
Με την ψήφιση του Ν. 3389/2005, η νομοθετική κύρωση δεν είναι πλέον απαραίτητη δεδομένου ότι:
- το ελάχιστο περιεχόμενο των συμβάσεων σύμπραξης καθορίζεται με σαφήνεια (άρθρο 17),
- το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο είναι σαφές και ευέλικτο, περιορίζοντας έτσι την ανάγκη για παρεκκλίσεις και άρα την ανάγκη για προσφυγή στη Βουλή, (οι συμπράξεις διέπονται καταρχήν από τις διατάξεις των συμβάσεων σύμπραξης και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα) και
- με τις διατάξεις των Κεφαλαίων Ε' και ΣΤ' επιλύονται οριστικά σωρεία προβλημάτων που κατά το παρελθόν απαιτούσαν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις (απαλλοτριώσεις, έκδοση αδειών, προστασία του περιβάλλοντος κλπ.).
Πόσος χρόνος χρειάζεται μέχρι να υπογραφεί μία σύμβαση ΣΔΙΤ;
Ποιος παρακολουθεί την εκτέλεση του αντικειμένου της σύμβασης ΣΔΙΤ;
Ποια είναι η διαφορά των ΣΔΙΤ από τις παραχωρήσεις;
Ήταν απαραίτητος ένας νέος νόμος προκειμένου να προχωρήσουν και στη χώρα μας οι ΣΔΙΤ;
Το θέμα των συμπράξεων αποτέλεσε αντικείμενο διαβουλεύσεων για αρκετά χρόνια στη χώρα μας. Αρκετοί ήταν εκείνοι οι οποίοι, είτε λόγω της εμπλοκής τους στα έργα παραχώρησης είτε παρακολουθώντας τις εξελίξεις στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης αλλά και διεθνώς, είχαν επισημάνει την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νομικού πλαισίου το οποίο θα επέτρεπε την ευρύτερη υλοποίηση συμπράξεων. Για να ξεπεραστούν τα νομικά προβλήματα που καθιστούσαν απαραίτητη τη νομοθετική κύρωση των συμβάσεων για τα αυτοχρηματοδοτούμενα και συγχρηματοδοτούμενα έργα αλλά και να ρυθμιστούν θέματα που προκαλούσαν δυσχέρειες στις διαπραγματεύσεις για τη χρηματοδότηση των έργων αλλά και καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους, ήταν επιτακτική η ανάγκη υιοθέτησης ειδικού νομοθετικού πλαισίου.
Η υιοθέτηση αυτού του πλαισίου ήταν όμως απαραίτητη και για ένα πρόσθετο λόγο. Για να καταστεί εφικτή η υλοποίηση από ιδιώτες, έργων και υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα (π.χ. σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές και άλλα), το κόστος των οποίων δεν καλύπτεται από επιβάρυνση των τελικών χρηστών αλλά μελλοντικά, απευθείας από το δημόσιο σε ετήσια βάση.
Ο νόμος 3389 έρχεται λοιπόν να καλύψει ένα νομικό κενό, να επιλύσει μία σειρά δυσχερειών και προβλημάτων και να διευκολύνει την υλοποίηση έργων κοινωνικού χαρακτήρα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο νέος νόμος λειτουργεί ως νόμος - πλαίσιο. Σε αντίθεση με άλλα νομοθετήματα, ο νόμος 3389 δεν ρυθμίζει εξαντλητικά όλα τα ζητήματα ούτε και εφαρμόζει ενιαίες λύσεις σε διαφορετικά έργα και υπηρεσίες. Αντίθετα, ενθαρρύνει την επεξεργασία ad hoc λύσεων που προσαρμόζονται στις συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε έργου δεδομένης της μοναδικότητας και ιδιαιτερότητας του.
Υπάρχει λόγος να υπαχθούν στις προβλέψεις του Ν. 3389 ΣΔΙΤ που έχουν έσοδα και δεν απαιτούν χρηματοδότηση από το Δημόσιο;
Υπάρχει κάτω όριο για το μέγεθος ενός έργου που μπορεί να υλοποιηθεί με ΣΔΙΤ;
Ο νόμος 3389 δεν προβλέπει κατώτατο όριο για την υλοποίηση έργων ΣΔΙΤ δεδομένου ότι η κυβέρνηση μέσω της ψήφισης του νόμου αυτού επιδιώκει την υλοποίηση έργων ΣΔΙΤ που θα ενισχύσουν την περιφερειακή ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Αν και στην πλειοψηφία τους πολλά έργα οργανισμών της αυτοδιοίκησης είναι έργα χαμηλού προϋπολογισμού, ωστόσο αποτελούν σημαντικές υποδομές αναγκαίες για τους πολίτες των περιοχών αυτών. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν θα πρέπει οι προτάσεις για έργα ΣΔΙΤ χαμηλού προϋπολογισμού να μην αποκλείονται εκ των προτέρων αλλά να δίνεται η δυνατότητα εξέτασης κάθε πρότασης ως προς την βιωσιμότητα υλοποίησης της.
Ωστόσο βάση της διεθνούς εμπειρίας προκύπτει ότι είναι προς όφελος του δημοσίου τα έργα ΣΔΙΤ που προκηρύσσει να έχουν έναν εύλογο προϋπολογισμό, δεδομένου ότι το κόστος προκήρυξής τους λόγω και της εμπλοκής εξωτερικών συμβούλων είναι σημαντικό και κυρίως μέχρι ενός ποσού ανελαστικό ως προς τον προϋπολογισμό του έργου ΣΔΙΤ. Ίδιο κόστος έχει για έναν φορέα η προκήρυξη ως έργου ΣΔΙΤ ενός σχολείου και ίδιο κόστος έχει η προκήρυξη 25 σχολείων αφού τα τεύχη προκήρυξης είναι ίδια και οι συμβάσεις τους είναι ίδιες. Για το λόγο αυτό συμφέρει το δημόσιο η ομαδοποίηση ομοειδών έργων και η ενιαία προκήρυξή τους.
Τι συμβαίνει αν σε ένα ανταποδοτικό έργο ΣΔΙΤ τα έσοδα είναι μικρότερα από τα προβλεπόμενα;
Τι έχει να κερδίσει ένας ιδιώτης από τη συμμετοχή του σε ένα έργο ΣΔΙΤ του οποίου την εκμετάλλευση δεν αναλαμβάνει;
Οι ιδιώτες που αναλαμβάνουν να συμπράξουν στη δεύτερη περίπτωση έργων μη ανταποδοτικών αποπληρώνονται απευθείας από το δημόσιο με τις επονομαζόμενες «πληρωμές διαθεσιμότητας» (πληρωμές προς τους ιδιώτες για την διαθεσιμότητα των υποδομών προκειμένου τα δημόσιο να παρέχει τις υπηρεσίες του προς τους πολίτες). Με τον τρόπο αυτό το δημόσιο εξασφαλίζει ότι κοινωνικού χαρακτήρα υπηρεσίες όπως η παιδεία, η υγεία και πολλές άλλες θα συνεχίσουν να προσφέρονται δωρεάν στους πολίτες ανεξάρτητα από το εάν η κατασκευή και η συντήρησή των απαραίτητων για την παροχή τους υποδομών χρηματοδοτούνται και πραγματοποιούνται από ιδιώτες. Και οι ιδιώτες κερδίζουν όμως αφού όπως στις παραδοσιακές συμβάσεις το κέρδος τους συμπεριλαμβάνεται στον προϋπολογισμό των έργων, το ίδιο συμβαίνει και στα έργα ΣΔΙΤ όπου στις ετήσιες πληρωμές διαθεσιμότητας του δημοσίου προς τους ιδιώτες συμπεριλαμβάνεται και το κέρδος των τελευταίων.
Πώς αποφεύγονται οι υπερβάσεις προϋπολογισμών και οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των έργων ΣΔΙΤ;
Επιπρόσθετα, τα έργα που εκτελούνται μέσω ΣΔΙΤ αρχίζουν να αποπληρώνονται από το δημόσιο ή τους τελικούς χρήστες με την έναρξη της λειτουργίας τους. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιώτες έχουν κίνητρο να μην καθυστερούν και να ολοκληρώνουν τα έργα στον χρόνο που έχει συμφωνηθεί προκειμένου να αρχίσουν να εισπράττουν τα προβλεπόμενα έσοδα.
Ποιος είναι ο ρόλος των τραπεζών;
Ο ρόλος των τραπεζών στην εφαρμογή του νέου θεσμού είναι σημαντικός. Η υποχρέωση των ιδιωτών να εξασφαλίσουν, εν όλω ή εν μέρει, την απαραίτητη χρηματοδότηση των υποδομών ή των υπηρεσιών, αναπόφευκτα τους οδηγεί, όπως άλλωστε και η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει, στον τραπεζικό δανεισμό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η συνήθης σχέση ιδίων προς δανειακά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση έργων σύμπραξης είναι 10 - 20 προς 90 - 80.
Η εμπλοκή των τραπεζών στα έργα συντελεί στην εμπρόθεσμη υλοποίηση των έργων καθώς η τραπεζική χρηματοδότηση, συνεπάγεται και στενό έλεγχο από τις δανείστριες τράπεζες προς τους ιδιωτικούς φορείς που έχουν αναλάβει την υλοποίηση κάποιου έργου ΣΔΙΤ. Ο έλεγχος αυτός συμβάλει στην διατήρηση του κόστους σε χαμηλά επίπεδα και στην τήρηση των συμβατικών προθεσμιών. Επιπρόσθετα ο έλεγχος αυτός συνεχίζεται καθ? όλη τη διάρκεια της σύμβασης π.χ. 25 χρόνια εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την διατήρηση της ποιότητας στα αποδεκτά από το δημόσιο επίπεδα. Άλλωστε ο ιδιώτης ανάδοχος του έργου οφείλει να τηρεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις γιατί μόνο τότε θα πληρωθεί από το δημόσιο και βέβαια μόνο τότε θα αποπληρώσει με τη σειρά του τον τραπεζικό δανεισμό.
Η μελλοντική αποπληρωμή μη ανταποδοτικών έργων ΣΔΙΤ απευθείας από το Δημόσιο έχει ως αποτέλεσμα το πάγωμα του Π.Δ.Ε. ;
Οι ΣΔΙΤ δεν έρχονται να καλύψουν πρόσθετες ανάγκες των φορέων. Τις ήδη καταγεγραμμένες ανάγκες τους, ανάγκες ενταγμένες στον στρατηγικό σχεδιασμό κάθε φορέα, για πρόσθετες υποδομές και υπηρεσίες προς τους πολίτες, έρχονται να βοηθήσουν να υλοποιηθούν ταχύτερα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των σχολικών υποδομών. Σήμερα γνωρίζουμε τις ανάγκες για νέες σχολικές μονάδες. Το συνολικό κόστος υλοποίησης τους ανέρχεται σε 2,5 δις ?. Ο ΟΣΚ εισπράττει κάθε χρόνο 150 - 200 περίπου εκατ. ? από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Καταλαβαίνει κανείς ότι αν οι σχολικές αυτές μονάδες προκηρυχθούν με τον παραδοσιακό μόνο τρόπο θα χρειαστούν περίπου 15 - 20 χρόνια για να υλοποιηθούν. Μέσα από τη χρήση του εργαλείου ΣΔΙΤ μπορούμε να συμπτύξουμε τον χρόνο αυτό αφού σήμερα και εκμεταλλευόμενοι την ιδιωτική χρηματοδότηση θα μπορούμε να προκηρύξουμε περισσότερα σχολικά κτίρια χωρίς πρόσθετη άμεση επιβάρυνση.
Το κράτος οφείλει ωστόσο να είναι προσεκτικό. Δεν πρέπει να εγκρίνεται η υλοποίηση τέτοιου αριθμού σχολικών μονάδων που θα οδηγούσαν σε πάγωμα το μελλοντικό πρόγραμμα του οργανισμού. Θέτουμε σαν στόχο μαζί με τον ΟΣΚ αυτό που και άλλες χώρες έχουν επιτύχει, τα έργα ΣΔΙΤ να καταλαμβάνουν το 15 - 20 % περίπου της ετήσιας δαπάνης των φορέων. Οι μελλοντικές πληρωμές για τα σχολικά έργα ΣΔΙΤ δεν θα ξεπερνούν λοιπόν το ποσοστό αυτό. Με τον τρόπο αυτό, αυτό που όλοι επιθυμούν περισσότεροι μαθητές να κάνουν μάθημα σε καινούργιες αίθουσες καταργώντας τη διπλοβάρδια και την μίσθωση ακατάλληλων αιθουσών, επιτυγχάνεται πιο γρήγορα , αφού πρόσθετα στους δημόσιους πόρους χρησιμοποιούμε και τους πόρους των ιδιωτών.
Υπάρχει δυνατότητα συμμετοχής μικρών εργοληπτικών επιχειρήσεων στα έργα ΣΔΙΤ;
Τις μελέτες των έργων τις αναλαμβάνει το Δημόσιο ή οι ιδιωτικοί φορείς;
Κατά κανόνα οι ιδιωτικοί φορείς είναι εκείνοι που έχουν την ευθύνη της πραγματοποίησης και ολοκλήρωσης των απαραίτητων μελετών. Βεβαίως, ο καθορισμός και η συγγραφή των τεχνικών υποχρεώσεων (ή των λειτουργικών απαιτήσεων) ή η εκπόνηση προμελετών (όπου αυτή απαιτείται) θα γίνεται από το δημόσιο φορέα που αναθέτει τη σύμβαση σύμπραξης.
Πώς εξασφαλίζεται η ποιότητα των έργων ΣΔΙΤ σε όλη τη διάρκεια ζωής μίας σύμβασης;
Η διατήρηση της ποιότητας των έργων ΣΔΙΤ σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους αποτελεί το κριτήριο εκείνο που διασφαλίζει την καταβολή των πληρωμών του δημοσίου προς τους ιδιώτες αναδόχους των έργων αυτών. Σε κάθε σύμβαση έργου ΣΔΙΤ καθορίζονται μία σειρά παραμέτρων που ελέγχονται και αξιολογούνται προκειμένου να προσδιορίζεται το κατά πόσο οι ιδιώτες ανάδοχοι τηρούν τις υποχρεώσεις τους ως προς τη λειτουργικότητα και την ποιότητα των υποδομών ή των υπηρεσιών που καλούνται συμβατικά να κατασκευάσουν ή παρέχουν. Αν ο βαθμός τήρησης των κριτηρίων αυτόν είναι χαμηλότερος από τον συμβατικά αποδεκτό τότε και οι πληρωμές του δημοσίου προς τους ιδιώτες αναδόχους είναι αντίστοιχα μικρότερες. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ποιότητα των έργων σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους αφού αυτό μόνο διασφαλίζει τις πληρωμές των ιδιωτών.
Πώς διασφαλίζεται η ποιότητα και η ασφάλεια των κατασκευών που αναλαμβάνουν οι ιδιώτες χωρίς τον άμεσο έλεγχο του δημοσίου;
Θα επηρεαστεί αρνητικά ο κλάδος των μηχανικών από τη διάδοση του θεσμού των συμπράξεων;
Η εποπτεία των ιδιωτών που εκτελούν έργα ΣΔΙΤ από τις τράπεζες θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του αντικειμένου των μηχανικών;
Ο κλάδος των μηχανικών δεν θα επηρεαστεί ούτε από τη διάδοση του θεσμού των ΣΔΙΤ ούτε από την εποπτεία που θα ασκούν οι τράπεζες επί των ιδιωτών που θα εκτελούν συμβάσεις σύμπραξης. Η εκτέλεση έργων μέσω ΣΔΙΤ απαιτεί τη συμμετοχή των μηχανικών στον ίδιο βαθμό που την απαιτεί και οποιοδήποτε έργο που δημοπρατείται και εκτελείται ως δημόσιο έργο, αν όχι σε μεγαλύτερο. Πράγματι, η συμμετοχή μηχανικών ή / και τεχνικών εταιρειών (ανεξαρτήτως μεγέθους) είναι αναγκαία:
- κατά την προετοιμασία των προτάσεων που υποβάλλουν οι δημόσιοι φορείς στην Ειδική Γραμματεία ΣΔΙΤ για την ένταξη των έργων στις διατάξεις του Ν. 3389/2005
- κατά την προετοιμασία των τευχών δημοπράτησης των έργων και
- κατά την εκτέλεση της σύμβασης σύμπραξης ενεργώντας είτε ως τεχνικοί σύμβουλοι των τραπεζών είτε ως ανεξάρτητοι μηχανικοί είτε ως μηχανικοί του δημοσίου.
Πόσος χρόνος χρειάζεται μέχρι να προκηρυχθεί ένα έργο ΣΔΙΤ;
Γιατί χρειαζόταν να δημιουργηθεί ειδική υπηρεσία εντός του Υπ. Οικ. (ΕΓΣΔΙΤ) για την υλοποίηση των έργων ΣΔΙΤ;
Αν η θέσπιση του νομικού πλαισίου αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ευρύτερη εφαρμογή των συμπράξεων, ο τρόπος με τον οποίο η εφαρμογή αυτή θα πραγματοποιηθεί αλλά και κυρίως η οργανωτική προετοιμασία του Δημοσίου για αυτήν αποτελεί το βασικό στοιχείο για την επιτυχία τους. Η υλοποίηση των συμπράξεων απαιτεί ιδιαίτερη τεχνογνωσία και στελέχη που να μπορούν να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων. Δεν είναι δυνατόν όμως άμεσα όλοι οι φορείς του Δημοσίου να αποκτήσουν τα στελέχη αυτά. Επειδή όμως αναθέτουσες αρχές των έργων σύμπραξης είναι οι ίδιοι οι δημόσιοι φορείς, σε κεντρικό επίπεδο το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών οφείλει να τους συνδράμει έτσι ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στο νέο έργο που καλούνται να υλοποιήσουν. Για το λόγο αυτό το Δημόσιο, στα πρότυπα άλλων χωρών που εφαρμόζουν τον θεσμό των συμπράξεων, μέσω της σύστασης της Ειδικής Γραμματείας συγκεντρώνει σε ένα κεντρικό μηχανισμό στελέχη με εξειδικευμένη γνώση και εξασφαλίζει με τον τρόπο αυτό η γνώση αυτή θα είναι διαθέσιμη για όλους. Σε τεχνικό επίπεδο και επειδή η διυπουργική επιτροπή ΣΔΙΤ που βάσει του νόμου 3389 εγκρίνει τις συμπράξεις και εντάσσει στον Δημόσιο προϋπολογισμό τις ετήσιες πληρωμές πρέπει να είναι σίγουρη ότι οι υπηρεσίες που πρόκειται να παράσχει ο ιδιωτικός τομέας είναι βιώσιμες και ότι τα οικονομικά στοιχεία τους είναι ρεαλιστικά και συμφέροντα για το Δημόσιο σε σχέση με το αποτέλεσμα το οποίο παράγουν, η Ειδική Γραμματεία τόσο κατά την διαδικασία έγκριση μίας προτεινόμενης σύμπραξης αλλά και κατά τη διάρκεια της προκήρυξής της, αξιολογεί μια σειρά παραμέτρων που τεκμηριώνουν την σκοπιμότητα υλοποίησής της. Επειδή όμως η υλοποίηση συμπράξεων μη ανταποδοτικών δημιουργεί μελλοντικές υποχρεώσεις για το δημόσιο, η Ειδική Γραμματεία σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών πρέπει να τις παρακολουθεί έτσι ώστε το Δημόσιο να γνωρίζει ακριβώς την μελλοντική επιβάρυνση που η υλοποίηση κάθε τέτοιου έργου ΣΔΙΤ από κάθε έναν φορέα του Δημοσίου μπορεί να προκαλέσει.
Τι είναι τα ανταποδοτικά και μη ανταποδοτικά έργα ΣΔΙΤ;
Ως ανταποδοτικά έργα ΣΔΙΤ νοούνται εκείνα τα έργα ή οι υπηρεσίες στις οποίες πέρα από τη χρηματοδότηση, το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη συντήρησή τους, ιδιωτικοί φορείς αναλαμβάνουν και την εκμετάλλευσή τους. Από την εκμετάλλευση αυτή, μέσω της είσπραξης τελών από τους πολίτες για τη χρήση του έργου ή της υπηρεσίας, οι ιδιωτικοί φορείς αποπληρώνουν την αρχική χρηματοδότηση και προσδοκούν στην εξασφάλιση εύλογου κέρδους. Στην περίπτωση αυτή, οι ιδιωτικοί φορείς αναλαμβάνουν, πέρα από τους κινδύνους της χρηματοδότησης και της κατασκευής, και τον κίνδυνο της ζήτησης, το εάν δηλαδή οι πολίτες θα κάνουν την προβλεπόμενη χρήση του έργου ή της υπηρεσίας, ώστε κατ' επέκταση οι ιδιώτες να μπορέσουν να εισπράξουν τα προσδοκώμενα από την σύμπραξη έσοδα. Ως μη ανταποδοτικά έργα ΣΔΙΤ νοούνται εκείνα τα έργα ή οι υπηρεσίες στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της εκμετάλλευσης για τους ιδιωτικούς φορείς. Πρόκειται ουσιαστικά για κοινωνικού χαρακτήρα υποδομές ή υπηρεσίες, τις οποίες λειτουργεί το κράτος και απολαμβάνουν δωρεάν οι πολίτες. Σε τέτοια έργα, όπως για παράδειγμα τα σχολεία, οι ιδιώτες που αναλαμβάνουν την υλοποίησή τους αποπληρώνονται απ' ευθείας από το κράτος, ενώ αναλαμβάνουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση και την κατασκευή, όχι όμως και τον κίνδυνο της ζήτησης. Αντ' αυτού αναλαμβάνουν τον κίνδυνο της διαθεσιμότητας, δηλαδή τη διαχείριση και συντήρηση της υποδομής ή της υπηρεσίας, ώστε να την καθιστούν διαθέσιμη, να διατηρούν δηλαδή τη λειτουργικότητά της σε σαφώς καθορισμένα από το δημόσιο επίπεδα ποιότητας για όσο χρόνο ορίζει η σύμβαση σύμπραξης. Η επιλογή του σχήματος ΣΔΙΤ που θα ακολουθηθεί εξαρτάται τόσο από τη φύση του υπό υλοποίηση έργου ή υπηρεσίας, όσο και από την απόφαση των ίδιων των φορέων του δημοσίου για το μέγεθος της εμπλοκής των ιδιωτών σε αυτή. Σε κάθε περίπτωση όμως η απόφαση για την εμπλοκή αυτή θα πρέπει να σχετίζεται με τη βέλτιστη κατανομή σε δημόσιο και ιδιώτες κάθε είδους κινδύνου που σχετίζεται με την υλοποίηση της σύμπραξης. Η ανάληψή τους από το μέρος εκείνο που είναι σε θέση να τους διαχειριστεί καλύτερα αποτελεί το κομβικό σημείο επιτυχίας μίας σύμπραξης.
Οι προηγούμενες μορφές συνεργασίας δημοσίων φορέων και ιδιωτών σταματούν μετά την ψήφιση του Νόμου 3389/2005;
Ο νέος νόμος έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά τόσο ως προς τα παραδοσιακά δημόσια έργα που σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται αλλά και τις άλλες μορφές συνεργασίας κράτους και ιδιωτών όπως τα μοντέλα των συμβάσεων παραχώρησης του Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας Δημοσίων Έργων ή άλλες μορφές συνεργασίας των ΟΤΑ με ιδιώτες, που σε κάθε περίπτωση θα μπορούν και θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται. Άλλωστε, πρόθεση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών είναι να προσφέρει στους δημόσιους φορείς ένα επιπλέον χρηματοδοτικό εργαλείο: το οποίο έγκειται και στην δική τους ευχέρειά αν θα χρησιμοποιήσουν ή όχι.
Μπορεί την πρωτοβουλία για την υποβολή μίας πρότασης για ένα έργο ΣΔΙΤ να την αναλάβει ένας ιδιώτης;
Ο νόμος ορίζει ότι οι προτάσεις υποβάλλονται στην Ειδική Γραμματεία αποκλειστικά από φορείς του δημοσίου. Οι ιδιώτες μπορούν να απευθύνονται είτε στους φορείς αυτούς είτε στην Ειδική Γραμματεία ΣΔΙΤ προκειμένου να προτείνουν την υλοποίηση μίας σύμπραξης. Ωστόσο θα πρέπει να γνωρίζουν ότι σε περίπτωση που προχωρήσει ένας δημόσιος φορέας στην προκήρυξη του έργου ή της υπηρεσίας που αποτέλεσε πρόταση του ιδιωτικού φορέα ο τελευταίος θα πρέπει να συμμετάσχει κανονικά στην διαγωνιστική διαδικασία προκειμένου να διεκδικήσει να ανακηρυχθεί ανάδοχος του.
Μπορεί να υπαχθεί στο νόμο μία συμφωνία που έχει ήδη υπογράψει ένας ιδιώτης με ένα δημόσιο φορέα;
Όχι. Για να υπαχθεί μία σύμβαση για την δημιουργία ενός έργου ή την παροχή μίας υπηρεσίας στο νόμο 3389/2005 θα πρέπει να έχουν ακολουθηθεί οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Πέρα από την έγκριση της σύμπραξης πριν αυτή προκηρυχθεί από τη Διυπουργική Επιτροπή, στη συνέχεια ο δημόσιος φορέας θα πρέπει να ακολουθήσει διαδικασίες διαγωνισμού σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, η συνεργασία δημόσιων φορέων με ιδιώτες για τις ανάγκες της επεξεργασίας και προετοιμασίας προτάσεων για έργα και υπηρεσίες που μπορούν να εκτελεσθούν μέσω ΣΔΙΤ είναι και επιθυμητή και χρήσιμη.
Θα ωφεληθούν οι ελληνικές εταιρείες ή οι ΣΔΙΤ θα λειτουργήσουν ευνοϊκά μόνο για τις ξένες εταιρείες;
Με την ευρύτερη εφαρμογή των συμπράξεων στη χώρα μας αναμφισβήτητα ανοίγονται σημαντικές ευκαιρίες για τις ελληνικές εταιρείες. Πέρα από τη δυνατότητα συμμετοχής τους σε περισσότερα έργα που θα προκηρυχθούν στην χώρα μας μεγάλες ευκαιρίες δημιουργούνται και από τις εξελίξεις στην ανάπτυξη του θεσμού διεθνώς. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις αυτές θα διαπιστώσει κανείς ότι η αγορά των έργων ΣΔΙΤ μεγαλώνει διαρκώς. Πέρα από τη Μεγ. Βρετανία χώρα στην οποία ξεκίνησε ο θεσμός την δεκαετία του 90 και άλλες χώρες της Δυτ. Ευρώπης όπως η Πορτογαλία, η Γερμανία, η Ισπανία εφαρμόζουν αρκετά χρόνια το μοντέλο των ΣΔΙΤ. Χώρες όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βελγίο και η Τσεχία πρόσφατα προχώρησαν στην σύσταση εξειδικευμένων μονάδων και όπου ήταν αναγκαίο όπως στην περίπτωση της Γαλλίας σε ψήφιση συγκεκριμένου νόμου για την επιτάχυνση της προώθησης των συμπράξεων. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης του θεσμού είναι το γεγονός ότι και οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων δρομολογούν ανάλογες κινήσεις. Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι μέσα από τη συμμετοχή τους στα έργα ΣΔΙΤ που δρομολογούνται στη χώρα μας οι ελληνικές εταιρείες θα μπορέσουν να συσσωρεύσουν στην ήδη σημαντική εμπειρία και αξιοπιστία που διαθέτουν την τεχνογνωσία εκείνη που θα τις καταστήσει ανταγωνιστικές στην νέα αγορά που ανοίγεται.
Θα σταματήσουν να προκηρύσσονται έργα με τον τρόπο που γίνονταν μέχρι σήμερα;
Τα έργα ΣΔΙΤ σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν τα δημόσια έργα που υλοποιούνται μέσα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων τα οποία και θα εξακολουθούν να υλοποιούνται όπως γινόταν ως σήμερα. Οι συμπράξεις έρχονται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά έτσι ώστε οι πολίτες να απολαμβάνουν περισσότερες υποδομές και υπηρεσίες οι οποίες χρηματοδοτούνται από πρόσθετους προς τους δημόσιους, ιδιωτικούς πόρους.
Γιατί οι χώρες της Ευρώπης εφαρμόζουν τον θεσμό των ΣΔΙΤ;
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο θεσμός των ΣΔΙΤ διαδόθηκε ταχύτατα κυρίως λόγω της επιτυχίας που είχε στη Μ. Βρετανία. Ο κύριος λόγος που εισήχθη ο θεσμός στη Μ. Βρετανία ήταν οι πολύ μεγάλες υπερβάσεις των προϋπολογισμών και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων που προκηρύσσονταν ως «δημόσια έργα». Ο λόγος για τους οποίους ο θεσμός προωθήθηκε στη Μ. Βρετανία είναι ότι μέσα από τις συμπράξεις, οι υποδομές και οι υπηρεσίες αποδείχθηκε ότι πραγματοποιούνται κατά 88%, εντός του αρχικού προϋπολογισμού και χρονοδιαγράμματος ενώ το κόστος τους σε σχέση την κλασσική μέθοδο προκήρυξης είναι κατά κανόνα μικρότερο. Επιπρόσθετα το δημόσιο επωφελείται δημοσιονομικά αφού ξεκινάει να πληρώνει για αυτές μετά από την έναρξη της λειτουργίας τους, σε βάθος χρόνου και ανάλογα με την αποδοτικότητα της λειτουργίας τους αυτής. Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους που και άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία η Ιταλία, η Ολλανδία, η Γαλλία και πολλές άλλες εφαρμόζουν τον θεσμό.
Γιατί μία χώρα να προσφύγει στις ΣΔΙΤ;
Οι ΣΔΙΤ, πέραν του ότι αποτελούν μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση χρηματοδότησης για τους δημόσιους φορείς, επιτρέπουν:
- τη διατήρηση των κατασκευαζόμενων υποδομών σε άριστη κατάσταση (λόγω της ανάθεσης της λειτουργίας ή της συντήρησης τους στους ιδιώτες αλλά και της εξάρτησης της πληρωμής τους από την καλή συντήρηση)
- τη διασφάλιση της παροχής ποιοτικών υπηρεσιών σε βάθος χρόνου (μέσω της εξάρτησης της πληρωμής του ιδιώτη από την τήρηση συγκεκριμένων και μετρήσιμων ποιοτικών κριτηρίων) Οι ΣΔΙΤ διασφαλίζουν επίσης ότι ο δημόσιος προϋπολογισμός δεν θα επιβαρύνεται λόγω υπερβάσεων και καθυστερήσεων που σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν εκτίνασσαν το κόστος των έργων., Τέλος οι ΣΔΙΤ αποτελούν ένα εργαλείο μέσα από το οποίο κινητοποιούνται οι φορείς του δημοσίου και ιδιαίτερα της τοπικής αυτοδιοίκησης να σκεφτούν και να υλοποιήσουν δράσεις που μέχρι σήμερα λόγω ελλείψεως τεχνογνωσίας δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν.